- επίγραμμα
- yazıt, kitabe
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ἐπίγραμμα — inscription neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίγραμμα — Αρχικά επιγραφή, κυρίως ταφική, και αργότερα σύντομο ποιητικό είδος με σκοπό τη διατήρηση της ανάμνησης μιας ζωής, ενός κατορθώματος, μιας προσφοράς κλπ. Η αρχαία παράδοση αποδίδει ε. στον Όμηρο, αλλά τα αρχαιότερα που έχουν διασωθεί ανάγονται… … Dictionary of Greek
επίγραμμα — το, ατος 1. καθετί που επιγράφεται κάπου, επιγραφή. 2. έμμετρη επιγραφή σε μνημείο ή σε αφιέρωμα ή σε έργο τέχνης. 3. αναμνηστική επιγραφή του ονόματος αυτού που δημιούργησε έργο τέχνης ή αυτού που αφιέρωσε κάτι. 4. μικρό και περιεκτικό ποίημα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τοὐπίγραμμ' — ἐπίγραμμα , ἐπίγραμμα inscription neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοὐπίγραμμα — ἐπίγραμμα , ἐπίγραμμα inscription neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγραμμάτων — ἐπίγραμμα inscription neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγράμμασι — ἐπίγραμμα inscription neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγράμμασιν — ἐπίγραμμα inscription neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγράμματα — ἐπίγραμμα inscription neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγράμματι — ἐπίγραμμα inscription neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγράμματος — ἐπίγραμμα inscription neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)